- κουτσομάγαζο
- το убогая лавчонка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουτσομάγαζο — το μικρό μαγαζί, μικρομάγαζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + μάγαζο (< μαγαζί), πρβλ. μικρο μάγαζο, φτηνο μάγαζο] … Dictionary of Greek
κουτσομάγαζο — το μικρομάγαζο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… … Dictionary of Greek